υπέρτερος

υπέρτερος
-η, -ο / ὑπέρτερος, -έρα, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος ΜΑ
μτφ. αυτός που υπερτερεί, που υπερέχει, ανώτερος, υψηλότερος
αρχ.
1. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται πιο ψηλά συγκριτικά με άλλον («τὰ δ' ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Αριστοφ.)
2. καλύτερος ή βεβαιότερος («λέγοις ἄν, εἴ τι τῶνδ' ἔχεις ὑπέρτερον», Αισχύλ.)
3. (με χρον. σημ.) αυτός που έχει μεγαλύτερη διάρκεια
4. αυτός που θριαμβεύει πάνω σε κάποιον, ο νικητής
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρτερον
καλύτερα («τάχ' εἰσόμεσθα μάντεων ὑπέρτερον», Σοφ.)
6. φρ. «οὐδὲν οἶδ' ὑπέρτερον» — δεν ξέρω τίποτε περισσότερο (Σοφ.).
επίρρ...
ὑπερτέρως και ὑπερτέρω Α
σε ανώτερη θέση συγκριτικά με άλλον, σε ανώτερο αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρ + κατάλ. -τερος τού συγκριτ. βαθμού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρτερος — ὑπέρ upaári masc nom sg ὑπέρτερος over masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρτερος — η, ο (συγκρ. δίχως θετ., από την πρόθ. υπέρ), αυτός που υπερέχει, ανώτερος, εξοχότερος (κυριολ. και μτφ.): Τα ελληνικά ελαιόλαδα είναι υπέρτερα από τα ισπανικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθυπέρτερος — καθυπέρτερος, έρα, ον, ιων. τ. κατυπέρτερος, έρη, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από άλλον, υπέρτερος 2. μτφ. ο πολύ ανώτερος, αυτός που επικρατεί, αυτός που υπερέχει («θεοῡ δ ἒτι ἰσχὺς καθυπερτέρα», Αισχύλ.) 3. (για αστέρες ή αστερισμούς)… …   Dictionary of Greek

  • πανυπέρτερος — ον, Α ο υπέρτερος όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπέρτερος] …   Dictionary of Greek

  • υπερτερώ — ὑπερτερῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπέρτερος] είμαι ή γίνομαι υπέρτερος, υπερέχω αρχ. αστρον. βρίσκομαι σε υψηλό σημείο ή ανέρχομαι πολύ ψηλά …   Dictionary of Greek

  • ὑπερτέρα — ὑπερτέρᾱ , ὑπέρ upaári fem nom/voc/acc dual ὑπερτέρᾱ , ὑπέρ upaári fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑπερτέρᾱ , ὑπέρτερος over fem nom/voc/acc dual ὑπερτέρᾱ , ὑπέρτερος over fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερτέρας — ὑπερτέρᾱς , ὑπέρ upaári fem acc pl ὑπερτέρᾱς , ὑπέρ upaári fem gen sg (attic doric aeolic) ὑπερτέρᾱς , ὑπέρτερος over fem acc pl ὑπερτέρᾱς , ὑπέρτερος over fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερτέρω — ὑπέρ upaári masc/neut nom/voc/acc dual ὑπέρ upaári masc/neut gen sg (doric aeolic) ὑπέρτερος over masc/neut nom/voc/acc dual ὑπέρτερος over masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερτέρων — ὑπέρ upaári fem gen pl ὑπέρ upaári masc/neut gen pl ὑπέρτερος over fem gen pl ὑπέρτερος over masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερτέρως — ὑπέρ upaári adverbial ὑπέρ upaári masc acc pl (doric) ὑπέρτερος over adverbial ὑπέρτερος over masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”